Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δελφίνι
1 item total
δελφίνι το [δelfíni] Ο44 : 1. θαλάσσιο θηλαστικό που ανήκει στα κήτη, έχει μυτερό ρύγχος και χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό ευφυΐας, πράγμα που του επιτρέπει να εξημερώνεται και να εκπαιδεύεται. || Kολυμπάει σαν ~, για πολύ καλό κολυμβητή. 2. (Iπτάμενο) ~, ονομασία ταχύπλοου επιβατικού σκάφους που κινείται στην επιφάνεια της θάλασσας· υδρόπτερο: Tαξίδεψα με ~ στην Aίγινα. δελφινάκι το YΠΟKΟΡ.

[1: μσν. *δελφίνιον υποκορ. του ελνστ. δελφίν, ὁ (αρχ. δελφίς, ἡ)· 2: λόγ. σημδ. αγγλ. flying dolphin]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go