Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δεκάδα
1 item total
δεκάδα η [δekáδa] Ο26 αριθμτ. περιλ. : 1. σύνολο που αποτελείται από δέκα μονάδες: Tο διακόσια αποτελείται από είκοσι δεκάδες. || Σε έναν αριθμό το δεύτερο από τα δεξιά ψηφίο δηλώνει τις δεκάδες. 2. ομάδα δέκα όμοιων προσώπων ή πραγμάτων: Tου μέτρησε τρεις δεκάδες χαρτονομίσματα.

[αρχ. δεκάς, αιτ. -άδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go