Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- δειγματοληπτικός -ή -ό [δiγmatoliptikós] Ε1 : που είναι σχετικός με τη δειγματοληψία: ~ έλεγχος. Δειγματοληπτική έρευνα.
δειγματοληπτικά & (λόγ.) δειγματοληπτικώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. δειγματ- (δείγμα) -ο- + αρχ. ληπτικός `πρόθυμος να δεχτεί΄ απόδ. γαλλ. échantilloneur· λόγ. δειγματοληπτικ(ός) -ώς]



