Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δειγματοληπτικός
1 item total
δειγματοληπτικός -ή -ό [δiγmatoliptikós] Ε1 : που είναι σχετικός με τη δειγματοληψία: ~ έλεγχος. Δειγματοληπτική έρευνα. δειγματοληπτικά & (λόγ.) δειγματοληπτικώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. δειγματ- (δείγμα) -ο- + αρχ. ληπτικός `πρόθυμος να δεχτεί΄ απόδ. γαλλ. échantilloneur· λόγ. δειγματοληπτικ(ός) -ώς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go