Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δαχτυλήθρα
1 item total
δαχτυλήθρα η [δaxtilíθra] Ο25 : μικρή μεταλλική ή πλαστική θήκη με την οποία προστατεύεται η άκρη του μεσαίου δαχτύλου όταν σπρώχνει τη βελόνα κατά το ράψιμο. || Ρίξε στο τσάι μια ~ κονιάκ, πολύ λίγο.

[αρχ. δακτυλήθρα `προστατευτικό κάλυμμα των δαχτύλων΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go