Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δασολογία
1 item total
δασολογία η [δasolojía] Ο25 : επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα της δασικής οικονομίας.

[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -λογία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go