Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δακτυλικός
2 εγγραφές [1 - 2]
δακτυλικός 1 -ή -ό [δaktilikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο δάχτυλο: Δακτυλικά αποτυπώματα. || που γίνεται με το δάχτυλο: Δακτυλική εξέταση, διερεύνηση του ορθού ή του κόλπου η οποία γίνεται με την εισαγωγή του δακτύλου για διαγνωστικούς σκοπούς.

[λόγ. < ελνστ. δακτυλικός `που αναφέρεται στο δάχτυλο΄ σημδ. γαλλ. digital]

δακτυλικός 2 -ή -ό : (μετρ.) που αποτελείται από δακτύλους 2: Δακτυλικό εξάμετρο. ~ στίχος.

[λόγ. < ελνστ. δακτυλικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες