Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- δίκυκλος -η -ο [δíkiklos] Ε5 : για όχημα που έχει δύο τροχούς: Δίκυκλη μοτοσικλέτα. || (ως ουσ.) το δίκυκλο: Tο ποδήλατο ανήκει στην κατηγορία των δικύκλων.
[λόγ. δι- 1 + κύκλ(ος) -ος μτφρδ. γαλλ. bicycle < bi- = δι- 1 + αρχ. κύκλος `ρόδα΄ (σύγκρ. ελνστ. δίκυκλος για άρμα με δύο τροχούς)]



