Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δίδακτρα
1 item total
δίδακτρα τα [δíδaktra] Ο40 : τα χρήματα που πληρώνει ένας μαθητής ή σπουδαστής, για να παρακολουθήσει τα μαθήματα σε ιδιωτικό συνήθ. εκπαιδευτικό ίδρυμα.

[λόγ. < ελνστ. δίδακτρα `μισθός δασκάλου΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go