Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δάδα η [δáδa] Ο26 : 1. κομμάτι ξύλου από την καρδιά ρητινώδους δέντρου, συνήθ. πεύκου, που το άναβαν και το χρησιμοποιούσαν ως φωτιστικό μέσο: Kρατούσαν δάδες αναμμένες. || Άναψαν τη ~ των ολυμπιακών αγώνων. 2. (μτφ.) οτιδήποτε θεωρείται ότι φωτίζει πνευματικά ή ηθικά, ό,τι μεταλαμπαδεύει τη γνώση, τη σοφία, τον πολιτισμό: Tο Bυζάντιο παρέδωσε τη ~ του πολιτισμού στην Ευρώπη.
[λόγ. < αρχ. δᾴς, αιτ. δᾷδα]