Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γυμναστής
1 item total
γυμναστής ο [jimnastís] Ο7 θηλ. γυμνάστρια [jimnástria] Ο27 : καθηγητής γυμναστικής, αυτός που επιβλέπει και καθοδηγεί την εκτέλεση των γυμναστικών ασκήσεων.

[λόγ. < αρχ. γυμναστής `προπονητής (επαγγελματιών) αθλητών΄· λόγ. γυμνασ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go