Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γυμνάζω [jimnázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. υποβάλλω κπ. σε κατάλληλες σωματικές ασκήσεις, αποβλέποντας κυρίως σε μια σύμμετρη και αρμονική ανάπτυξη του σώματός του: Ο γυμναστής γυμνάζει τους μαθητές. Γυμνάζεται καθημερινά για να διατηρείται σε καλή φόρμα. Δε γυμνάζεσαι καθόλου τώρα τελευταία. Έχει πολύ γυμνασμένο σώμα. ANT αγύμναστο. || (στρατ.) υποβάλλω σε γυμνάσια. 2. εκπαιδεύω κπ., τον υποβάλλω σε επιλεγμένες ασκήσεις που υποβοηθούν την ανάπτυξη συγκεκριμένων ικανοτήτων του: ~ το σκυλί. H μνήμη αναπτύσσεται, όταν γυμνάζεται από την τρυφερή ηλικία / από την παιδική ηλικία.
[λόγ. < αρχ. γυμνάζω `ασκώ γυμνούς, ασκώ΄]