Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γυάλινος
1 item total
γυάλινος -η -ο [jálinos] Ε5 & γυαλένιος -α -ο [jaléos] Ε4 : που είναι κατασκευασμένος από γυαλί: Γυάλινα βάζα / δοχεία. Tο ένα του μάτι ήταν γυάλινο, ψεύτικο, κατασκευασμένο από γυαλί. || (έκφρ.) με κοίταζε με κάτι γυάλινα μάτια, ανέκφραστα. ΦΡ ~ πύργος*.

[γυαλ(ί) -ινος, -ένιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go