Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γροθιά
1 item total
γροθιά η [γroθxá] Ο24 : 1. το χέρι με κλεισμένα σφιχτά τα δάχτυλα: Έσφιξε τις γροθιές του με πείσμα. Xτύπησε θυμωμένος τη ~ του στο τραπέζι. Xαιρετούσαν με υψωμένες τις γροθιές, σύμβολο αγωνιστικότητας. || Σιδερένια γροθιά, απομίμηση γροθιάς από μέταλλο, που χρησιμοποιείται για επιθετικούς σκοπούς. 2. χτύπημα με γροθιά: Tου ΄δωσε μια ~ στα μούτρα / στο στομάχι. Tον άρχισε ξαφνικά στις γροθιές. Έφαγα μια ~. (έκφρ.) ~ στο στομάχι, για κτ. που μας σοκάρει, που μας συγκλονίζει και μας αφυπνίζει. παίζω* γροθιές. ΦΡ βαράω* γροθιές στο μαχαίρι.

[μσν. γροθιά < γρόθ(ος) (< ελνστ. γρόνθος `πυγμή΄ με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] ) -ιά, επίθημα που δηλώνει χτύπημα, πρβ. μπουνιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go