Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- γονικός 1 -ή -ό [γonikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στους γονείς: Γονική μέριμνα, επίβλεψη που ασκεί ο ένας ή και οι δύο γονείς επάνω στο παιδί. Γονική άδεια, πρόσθετη άδεια που δικαιούται από τη δουλειά του ένας εργαζόμενος γονιός. Γονική παροχή: Έκανε το σπίτι γονική παροχή στην κόρη του. || (οικ.) Γονικό σπίτι / αμπέλι. 2. (ως ουσ.) (οικ.) τα γονικά, οι γονείς: Επισκέφτηκε τα γονικά του.
[1: λόγ. < ελνστ. γονικός· 2: ελνστ. γονικός]
- γονικός 2 -ή -ό : (βιολ.) σπερματικός: Γονική έκκριση.
[λόγ. < αρχ. γονικός]



