Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γοητευτικός
1 item total
γοητευτικός -ή -ό [γoiteftikós] Ε1 : που είναι όμορφος, χαριτωμένος, θελκτικός· που ασκεί επάνω στους άλλους μια ιδιαίτερη γοητεία: Συνάντησα μια νεαρή γοητευτική γυναίκα. Tι γοητευτική φωνή! || που προσελκύει με την προσωπικότητά του: Είναι ~ ομιλητής. γοητευτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. γοητευτικός `γνώστης της μαγικής τέχνης΄ σημδ. γαλλ. charmant, fascinant]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go