Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γνωριμία η [γnorimía] Ο25 : 1α. κοινωνική σχέση που δημιουργείται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους ανθρώπους: Θα γίνει πρώτα μια συνάντηση γνωριμίας. Xάρηκα πολύ για τη ~ σας, τυπική φιλοφρόνηση, όταν μας συστήνουν κπ. Έμεινε ενθουσιασμένος από τη ~ τους. Ήταν μια απλή ~, μια τυπική σχέση. β. εκείνος με τον οποίο γνωριζόμαστε: Έχει μεγάλες γνωριμίες, σχετίζεται με σημαντικά πρόσωπα. || Aυτή η κοπέλα είναι η καινούρια ~ του. 2. έρχομαι σε επαφή, αποκτώ εμπειρία, γνώση ενός καινούριου πράγματος: H ~ μου με το έργο του μεγάλου Άγγλου ποιητή έγινε πολύ αργά.
[λόγ. επίδρ. στο γνωριμιά]
- γνωριμιά η [γnorimná] Ο24 : (λαϊκότρ.) γνωριμία.
[μσν. γνωριμιά < γνώριμ(ος) -ιά]