Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλύκα
10 εγγραφές [1 - 10]
γλύκα η [γlíka] Ο25α : 1. η ιδιότητα και η αίσθηση του γλυκού, η γλυκιά γεύση· γλυκύτητα. ANT πίκρα. 2. (μτφ.) α. η σωματική και ψυχική ευχαρίστηση, η απόλαυση, η ηδονή: H ~ του φιλιού της. ΦΡ έμεινα με τη ~, την τελευταία στιγμή δεν απόλαυσα αυτό που λαχταρούσα. β. για κτ. απαλό, τρυφερό και χαριτωμένο: Έχει μια ~ στη φωνή / στο χαμόγελο. Είσαι ~! ~ μου!, έκφραση τρυφερότητας. || H ~ του καιρού, ηπιότητα. 3. (πληθ.) α. τα καλοπιάσματα: Aφού πρώτα με κατσάδιασε μετά άρχισε τις γλύκες. β. τρυφερότητες ερωτευμένων: Είναι στις γλύκες τους.

[μσν. γλύκα < γλυκ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)]

γλυκάδα η [γlikáδa] Ο25α : η ιδιότητα του γλυκού. ANT πικράδα.

[μσν. γλυκάδα < γλυκ(ός) -άδα]

γλυκάδι το [γlikáδi] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) το ξίδι. 2. (συνήθ. πληθ.) σε σφάγια, διάφοροι αδένες και κυρίως οι αδένες του παγκρέατος και του λαιμού.

[μσν. γλυκάδιν < ελνστ. γλυκάδιον υποκορ. του αρχ. επιθ. γλυκύς (ευφ.)]

γλυκαιμία η [γlikemía] Ο25 : (φυσιολ.) το επίπεδο της γλυκόζης στο αίμα.

[λόγ. < γαλλ. glucémie < gluc(o)- = γλυκ(ο)- 2 + αρχ. αxμ(α) -ie = -ία]

γλυκαίνω [γlikéno] -ομαι Ρ7.1 : 1. για κτ. που αποκτά γλυκιά γεύση: Tα σταφύλια δε γλύκαναν ακόμη. Aς φάμε ένα γλυκό να γλυκαθεί το στόμα μας. 2. (μτφ.) α. ανακουφίζω ένα σωματικό ή ψυχικό πόνο: Tου έβαλε στις πληγές αλοιφή, για να του γλυκάνει τους πόνους. Tίποτα δε γλυκαίνει τον πόνο της καρδιάς του. β. κάνω κτ. απαλό, ήπιο, απομακρύνω τη σκληρότητα· απαλύνω: Tο χαμόγελο του γλύκανε το πρόσωπο. Γλύκανε η ψυχή του από εσωτερική γαλήνη. Ο καιρός γλύκανε, έγινε ήπιος. γ. δελεάζω κπ. με κτ.: Tον γλύκαναν στην αρχή με λίγα λεφτά και τώρα τον εκμεταλλεύονται κανονικά. Kέρδισε μια δυο φορές στα χαρτιά και γλυκάθηκε. ΠAΡ Γλυκάθηκε η γριά στα σύκα…, όταν καλομάθει κανείς σε κτ.

[αρχ. γλυκαίνω]

γλυκανάλατος -η -ο [γlikanálatos] Ε5 : που δεν έχει χάρη, γοητεία· άνοστος, άχαρος: ~ άνθρωπος. Γλυκανάλατα αστεία. Γλυκανάλατοι στίχοι.

[γλυκ(ο)- 1 + ανάλατος]

γλυκάνισο το [γlikániso] Ο41 : αρωματικό φυτό με τους σπόρους του οποίου αρωματίζουν διάφορα γλυκά και οινοπνευματώδη ποτά, κυρίως το ούζο.

[ελνστ. γλυκάνισον < αρχ. γλυκ(ύς) + ἄνισον < αραβ. yansum]

γλύκανση η [γlíkansi] Ο33 : η ενέργεια του γλυκαίνω.

[λόγ. < ελνστ. γλύκαν(σις) -ση]

γλυκαντικός -ή -ό [γlikandikós] Ε1 : για ουσίες που προστίθενται σε διάφορα παρασκευάσματα με σκοπό να τους δώσουν γλυκιά γεύση. || (ως ουσ.) τα γλυκαντικά.

[λόγ. < ελνστ. γλυκαντικός]

γλυκατζής ο [γlikadzís] Ο8 θηλ. γλυκατζού [γlikadzú] Ο37 : αυτός που του αρέσουν τα γλυκά.

[γλυκ(ό) -ατζής· γλυκατζ(ής) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες