Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλωσσικός
1 εγγραφή
γλωσσικός -ή -ό [γlosikós] Ε1 : 1. που ανήκει στη γλώσσα 1I: ~ μυς. 2. που αναφέρεται στη γλώσσα1II: Γλωσσικά προβλήματα. Γλωσσική επικοινωνία. Aπό γλωσσική άποψη το διήγημα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Tο γλωσσικό σημείο*. Γλωσσικός άτλαντας, σύνολο χαρτών που απεικονίζουν τις περιοχές στις οποίες εμφανίζονται συγκεκριμένα γλωσσικά φαινόμενα. Γλωσσικά μαθήματα, ελληνικά, λατινικά, ξένες γλώσσες. Γλωσσικό ζήτημα, το πρόβλημα και η διαμάχη που δημιουργείται από τη συνύπαρξη δύο γλωσσών (π.χ. καθαρεύουσας και δημοτικής). || (ως ουσ.) το γλωσσικό, το γλωσσικό ζήτημα στη νεότερη Ελλάδα: Tο γλωσσικό απασχόλησε πολλές γενιές φιλολόγων.

[λόγ. γλώσσ(α)1 -ικός (πρβ. αρχ. γλωττικόν `εργαλείο της γλώσσας΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες