Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλεύκος
1 εγγραφή
γλεύκος το [γléfkos] Ο46 : (λόγ.) μούστος.

[λόγ. < αρχ. γλεῦκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες