Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκρεμός
1 εγγραφή
γκρεμός ο [gremós] Ο17 : 1. τόπος ψηλός που κόβεται απότομα, σχεδόν κατακόρυφα· (πρβ. βάραθρο, χαράδρα): Περπατούσε στην άκρη του γκρεμού. Θα πέσεις στον γκρεμό! 2. (μτφ.) η καταστροφή: Tραβάει για τον γκρεμό. Οδηγείται στον γκρεμό. ΦΡ στο χείλος του γκρεμού, στα πρόθυρα της καταστροφής. μπρος ~ και πίσω ρέμα, για αδιέξοδη κατάσταση.

[μσν. *γκρεμός (πρβ. εγκρεμός) < γκρεμνός με απλοπ. του συμφ. συμπλ. [mn > m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες