Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γκρανκάσα
1 item total
γκρανκάσα η [graŋkása] Ο25 : 1. το πολύ μεγάλο τύμπανο των μουσικών, μπάσο τύμπανο. 2. (μτφ., μειωτ.) για γυναίκα μεγάλης ηλικίας και συνήθ. μεγαλόσωμη.

[ιταλ. grancassa]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go