Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γκουβέρνο
1 item total
γκουβέρνο το [guvérno] & κουβέρνο το [kuvérno] Ο39 : (παρωχ.) η κυβέρνηση.

[αντδ. < ιταλ. goberno < λατ. gubernum < guberno < αρχ. κυβερνῶ, [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] · τροπή [g > k] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: γκαμήλα - καμήλα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go