Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γκεσέμι
1 item total
γκεσέμι το [gesémi] Ο44 : (λαϊκότρ.) κριάρι ή τράγος που οδηγεί το κοπάδι.

[τουρκ. kösem με τροπή του αρχικού [k > g] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: καμήλα - γκαμήλα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go