Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκαρίζω
1 εγγραφή
γκαρίζω [garízo] Ρ2.1α : 1. (για γάιδαρο) βγάζω φωνή. 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο, φωνάζω δυνατά, κακόηχα και ενοχλητικά ή τραγουδώ δυνατά και παράφωνα: Tι γκαρίζετε έτσι και δε μ΄ αφήνετε να κοιμηθώ; Άσ΄ τον να γκαρίζει, μη δίνεις σημασία στις φωνές του.

[μσν. γκαρίζω < ελνστ. ὀγκαρίζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων., ίσως αντδ. < λατ. oncare < αρχ. ὀγκῶμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες