Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γκέλα
1 item total
γκέλα η [géla] Ο25 : 1. το γκελ. ΦΡ κάνω γκέλες, κάνω μεγάλη εντύπωση στους άλλους. 2. ζαριά στο τάβλι που δεν επιτρέπει στον παίχτη να παίξει. || αποτυχία στο τάβλι και με επέκταση αποτυχία.

[τουρκ. gele (στη σημ. 2) -α, μέσω του πληθ. γκέλες]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go