Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- γιρλάντα η [jirlánda] Ο25 : πλέγμα από φυσικά ή τεχνητά άνθη και φύλλα καθώς και από χαρτί ή άλλο υλικό κομμένο σε διάφορα σχήματα, έτσι ώστε να σχηματίζονται επιμήκεις χαλαρές ταινίες για διακόσμηση εσωτερικών ή εξωτερικών χώρων: Aποκριάτικες γιρλάντες. Ο δήμος κρέμασε για τα Xριστούγεννα φωτεινές γιρλάντες στους δρόμους. || αντίστοιχο διακοσμητικό στοιχείο στη ζωγραφική ή στη γλυπτική: Στο ταβάνι υπήρχαν γύψινες γιρλάντες.
[ιταλ. ghirlanda]



