Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- γηπεδούχος -ος / -α -ο [jipeδúxos] Ε14 : για αθλητική ομάδα που αγωνίζεται στο δικό της γήπεδο. || (ως ουσ.): Οι γηπεδούχοι αγωνίστηκαν ηρωικά. Οι οπαδοί του γηπεδούχου δημιούργησαν επεισόδια.
[λόγ. γήπεδ(ον) + -ούχος]



