Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γεύομαι
1 item total
γεύομαι [jévome] Ρ5.1β : 1. δοκιμάζω τη γεύση φαγητού ή ποτού βάζοντας στο στόμα μου μια μικρή ποσότητα. 2. (μτφ.) αισθάνομαι, νιώθω για πρώτη φορά συνήθ. κτ. ευχάριστο, απολαυστικό, αποκτώ για πρώτη φορά μια εμπειρία: Δε γεύτηκες ακόμα τις χαρές της ζωής. || Γεύτηκε πολλά φαρμάκια στη ζωή της.

[αρχ. γεύομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go