Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γενικεύω
1 item total
γενικεύω [jenikévo] -ομαι Ρ5.1 : επεκτείνω σε ένα ευρύτερο σύνολο ό,τι εφαρμόζεται σε κτ. συγκεκριμένο ή ό,τι ισχύει σε περιορισμένη κλίμακα και για ορισμένες περιπτώσεις: Γενικεύτηκε η χρήση της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Tο φαινόμενο της αστυφιλίας γενικεύτηκε τα τελευταία χρόνια. Mη γενικεύεις αυθαίρετα. Tέτοια αντιφατικά και γενικευμένα συμπεράσματα θίγουν τη σοβαρότητα της κριτικής. || (φιλοσ.) αυξάνω το πλάτος μιας έννοιας περιορίζοντας το βάθος της.

[λόγ. γενικ(ός) -εύω μτφρδ. γαλλ. généraliser]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go