Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- γειτονικός -ή -ό [jitonikós] Ε1 : που βρίσκεται σε σχετικά μικρή απόσταση, που βρίσκεται δίπλα σε κπ. ή σε κτ. ή συνορεύει με αυτό: Πήγε μέχρι το γειτονικό χωριό. Mένουμε σε γειτονικά σπίτια. Στη γειτονική μας Iταλία έγιναν καταστρεπτικοί σεισμοί. ~ λαός.
[γείτον(ας) -ικός]



