Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γειτονεύω
1 item total
γειτονεύω [jitonévo] Ρ5.2α : 1. είμαι γείτονας με κπ. άλλο: Θα γειτονέψουμε, λοιπόν! 2. για οικοδομήματα, εκτάσεις ή περιοχές που βρίσκονται δίπλα ή συνορεύουν· γειτνιάζω: Tα σπίτια μας / τα χωράφια μας / τα χωριά μας γειτονεύουν.

[αρχ. γειτονεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go