Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- γειτονεύω [jitonévo] Ρ5.2α : 1. είμαι γείτονας με κπ. άλλο: Θα γειτονέψουμε, λοιπόν! 2. για οικοδομήματα, εκτάσεις ή περιοχές που βρίσκονται δίπλα ή συνορεύουν· γειτνιάζω: Tα σπίτια μας / τα χωράφια μας / τα χωριά μας γειτονεύουν.
[αρχ. γειτονεύω]



