Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γείτονας
1 item total
γείτονας ο [jítonas] Ο5 πληθ. και γειτόνοι θηλ. γειτόνισσα [jitónisa] Ο27 : αυτός που κατοικεί στην ίδια γειτονιά με κπ. άλλο: Είμαστε γείτονες πολλά χρόνια. Θα γίνουμε γειτόνοι. Ο Πέτρος είναι καλός ~. Δανείστηκα από τη γειτόνισσα. || (πληθ.) για γειτονικό λαό: Οι Tούρκοι / οι Aλβανοί είναι γείτονές μας. γειτονάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. γείτονας < αρχ. γείτων, αιτ. -ονα· μσν. γειτόνισσα < αρχ. γειτον- (γείτων) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go