Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαμπρός
1 εγγραφή
γαμπρός ο [γambrós] Ο17 : 1. σε σχέση με το μυστήριο του γάμου, ο άντρας που πρόκειται να παντρευτεί ή που μόλις παντρεύτηκε: Ο ~ περιμένει τη νύφη στην εκκλησία. Είναι ντυμένος σαν ~. ΠAΡ Σαν θέλει η νύφη κι ο ~ τύφλα* να ΄χει ο πεθερός. Xωρίς γαμπρό γάμος δε γίνεται, δεν μπορούμε να πετύχουμε κτ. χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις. ΠAΡ ΦΡ όρσε*, γαμπρέ, κουφέτα! α. ο αρραβωνιαστικός: Όλη μέρα ο ~ βρίσκεται στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του. β. αυτός που βρίσκεται σε ηλικία γάμου: Πλούσιος / περιζήτητος ~. Άντε, και μ΄ έναν καλό γαμπρό, ευχή σε κορίτσι ανύπαντρο. || (ειρ.) νεαρό αγόρι που κυνηγάει κορίτσια: Mαζεύτηκαν οι γαμπροί έξω από το φροντιστήριο. 2. ο άντρας της κόρης ή της αδερφής κάποιου: Έκανε καλό γαμπρό. γαμπρούλης ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 2.

[μσν. γαμπρός < αρχ. γαμβρός (προφ. [mb] )· γαμπρ(ός) -ούλης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες