Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλαζοπράσινο
1 εγγραφή
γαλαζοπράσινος -η -ο [γalazoprásinos] Ε5 : που προέρχεται από την ανάμειξη του γαλάζιου και του πράσινου, που βρίσκεται ανάμεσα στο γαλάζιο και στο πράσινο: Γαλαζοπράσινα μάτια. Γαλαζοπράσινα νερά.

[γαλάζ(ιος) -ο- + πράσινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες