Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γέννα
11 εγγραφές [1 - 10]
γέννα η [jéna] Ο25α : 1. η διαδικασία με την οποία έρχεται ένα παιδί και γενικότερα ένα νεογνό στον κόσμο· τοκετός: Είχε εύκολη / δύσκολη / καλή ~. Πέθανε (πάνω) στη ~. Οι πόνοι της γέννας. H σκύλα έκανε πέντε σκυλάκια σε μία ~. 2. (λαϊκότρ.) γόνος, παιδί. ΦΡ διαβόλου* ~.

[μσν. γέννα < γενν(ώ) -α (αναδρ. σχημ.) (διαφ. το αρχ. γέννα `καταγωγή, απόγονος΄)]

γενναιοδωρία η [jeneoδoría] Ο25α : η ιδιότητα του γενναιόδωρου. || ενέργεια, προσφορά γενναιόδωρου ανθρώπου: Έκανε πολλές γενναιοδωρίες.

[λόγ. γενναιόδωρ(ος) -ία]

γενναιόδωρος -η -ο [jeneóδoros] Ε5 : 1. που πρόθυμα προσφέρει ό,τι έχει χωρίς να περιμένει αμοιβή, αντάλλαγμα ή ανταπόδοση· ανοιχτοχέρης: Είναι ~ στις προσφορές του. (ειρ.) Είναι πολύ ~ στις υποσχέσεις. 2. που παρέχεται με αφθονία, πλουσιοπάροχα: Γενναιόδωρη προσφορά. Γενναιόδωρο φιλοδώρημα. γενναιόδωρα ΕΠIΡΡ: H φύση τον προίκισε ~. Οι εθνικοί ευεργέτες πρόσφεραν ~ στην πατρίδα.

[λόγ. γενναί(ος)2 -ο- + δώρ(ον) -ος απόδ. γαλλ. généreux]

γενναίος -α -ο [jenéos] Ε4 : 1. που αντιμετωπίζει με θάρρος και τόλμη τον κίνδυνο συνήθ. της μάχης, τον εχθρό· ανδρείος: ~ στρατιώτης. Γενναία ψυχή. Οι γενναίοι τραβούν μπροστά. Kάνει το γενναίο, υποκρίνεται ότι…· (πρβ. παλικάρι). || που δείχνει ή που απαιτεί γενναιότητα: Γενναία απόφαση / στάση / συμπεριφορά. 2. που παρέχεται με αφθονία, πλουσιοπάροχα: Γενναίο φιλοδώρημα. Γενναία δωρεά. Tο κράτος έδωσε γενναία χρηματική ενίσχυση στους σεισμοπαθείς. || Έγινε γενναίο φαγοπότι, για μεγάλο γλέντι και φαγητό. γενναία ΕΠIΡΡ: Πολέμησε ~, παλικαρίσια.

[λόγ.: 1: ελνστ. γενναῖος, αρχ. σημ.: `ευγενικής καταγωγής΄· 2: σημδ. γαλλ. généreux]

γενναιότητα η [jeneótita] Ο28 : η ιδιότητα του γενναίου· τόλμη, παλικαριά, αντρειοσύνη: Aντιμετώπισαν τους εχθρούς με ~. || ψυχική αντοχή: Έδειξε ~ στην αρρώστια / στη συμφορά που τον έπληξε.

[λόγ. < ελνστ. γενναιότης, αιτ. -ητα, αρχ. σημ.: `ευγένεια πνεύματος΄]

γενναιόφρονας [jeneófronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : που έχει ανώτερα αισθήματα· μεγαλόψυχος. || (ως ουσ.).

[λόγ. < μσν. γενναιόφρων, αιτ. -ονα]

γενναιοφροσύνη η [jeneofrosíni] Ο30α : η ιδιότητα του γενναιόφρονα· η ευγένεια της ψυχής, η μεγαλοψυχία.

[λόγ. γενναιόφρ(ων) -οσύνη]

γενναιόφρων -ων -ον [jeneófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που έχει ανώτερα αισθήματα· μεγαλόψυχος. || (ως ουσ.) ο γενναιόφρων.

[λόγ. < μσν. γενναιόφρων < γενναί(ος) -ο- + -φρων κατά το μεγαλόφρων]

γενναιοψυχία η [jeneopsixía] Ο25α : η ιδιότητα του γενναιόψυχου· γενναιότητα.

[λόγ. γενναιόψυχ(ος) -ία]

γενναιόψυχος -η -ο [jeneópsixos] Ε5 : που έχει γενναία ψυχή· γενναίος. γενναιόψυχα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < μσν. γενναιόψυχος < γενναί(ος) -ο- + ψυ χ(ή) -ος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες