Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βρογχίτης
1 item total
βρογχίτης ο [vronxítis] Ο10 : η βρογχίτιδα.

[προσαρμ. στη δημοτ. της λ. βρογχίτις (δες βρογχίτιδα) με βάση την αιτ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go