Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βραδύς
1 item total
βραδύς -εία -ύ [vraδís] Ε7α : (λόγ.) που κάνει κτ. ή που γίνεται σε χρόνο μεγαλύτερο από τον κανονικό ή το συνηθισμένο· αργός. ANT ταχύς, γρήγορος: Οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται σε βραδύ ρυθμό. H Ελλάδα είχε βραδύτερη ανάπτυξη σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. || (χημ.) βραδεία καύση, που δε συνοδεύεται από έκλυση θερμότητας και φωτός. βραδέως ΕΠIΡΡ. ΦΡ σπεύδε ~, μην ενεργείς βιαστικά.

[λόγ. < αρχ. βραδύς· λόγ. < αρχ. βραδέως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go