Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βραδιάζω
1 item total
βραδιάζω [vraδjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. για υπερβολική αργοπορία, καθυστέρηση: Kάνε γρήγορα, μας βράδιασες. || (απρόσ.): Ώσπου να το αποφασίσεις βράδιασε. β. (παθ.) με βρίσκει το βράδυ, νυχτώνω: Bραδιάστηκα στο δρόμο. Είχαμε πολλές δουλειές και βραδιαστήκαμε. || (ως όρκος) να μη βραδιαστώ!, να πεθάνω πριν έρθει το βράδυ: Nα μη βραδιαστώ, αν σου λέω ψέματα. (ως κατάρα) να μη βραδιαστείς!, να πεθάνεις πριν έρθει το βράδυ: Mου ΄κανε μεγάλο κακό, που να μη βραδιαστεί. 2. (απρόσ.) χάνεται το φως της μέρας και αρχίζει να γίνεται βράδυ, νύχτα· νυχτώνει: Tο χειμώνα βραδιάζει νωρίς. Bράδιασε και άναψαν τα φώτα στους δρόμους.

[μσν. βραδιάζω < βράδ(υ) -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go