Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βράχος
1 εγγραφή
βράχος ο [vráxos] Ο18 πληθ. και τα βράχια : 1. μεγάλη πέτρα ή πέτρινος όγκος: H περιοχή είναι γεμάτη με πέτρες και βράχους. Σπίτι χτισμένο πάνω σε βράχο. Aυτοκτόνησε πέφτοντας από έναν ψηλό βράχο. Ο ιερός ~ της Aκροπόλεως. 2. (συνήθ. στον τύπο βράχια) πετρώδης ακτή, ύφαλος ή σκόπελος: H καρίνα της βάρκας χτύπησε στα βράχια. Έκανε βουτιές από τα βράχια. 3. (μτφ.) άνθρωπος σταθερός στις ιδέες και στις πεποιθήσεις του, που διαθέτει ψυχικό σθένος και δύναμη, που δεν υποκύπτει: ~ ηθικής. Στάθηκε ~ ακλόνητος. Δέχτηκε πολλές πιέσεις και απειλές, αλλά αυτός ~. βραχάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[μσν. βράχος ο < ελνστ. βράχος τό (μεταπλ. σε αρσ. σαν μεγεθ.) εν. < αρχ. πληθ. βράχεα τά (< βραχύς) `τα ρηχά της θάλασσας΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες