Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βουτιά
1 item total
βουτιά η [vutxá] Ο24 : 1. κατάδυση κολυμβητή ή δύτη στο νερό: Έκανε μια θεαματική ~ από την εξέδρα. Mην κάνεις βουτιές εδώ, γιατί έχει βράχια. 2. κίνηση προς τα κάτω, πτώση, πέσιμο: Πήρε μια ~ στις σκάλες και χτύπησε άσκημα. Tο αεροπλάνο έκανε μια ~ και πήρε πάλι ύψος, εφόρμηση. Ο τερματοφύλακας με μια ~ αυτοθυσίας απέκρουσε το δυνατό σουτ, εκτίναξη.

[βουτ(άω) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go