Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βουρτσίζω
1 item total
βουρτσίζω [vurtsízo] -ομαι Ρ2.1 : μεταχειρίζομαι βούρτσα για να καθαρίσω, να τρίψω, να γυαλίσω κτ.: ~ τα ρούχα / το παλτό / το καπέλο / τα παπούτσια / τα δόντια. Bουρτσίζουν τα άλογα για να φύγει ο ιδρώτας κι η σκόνη. || Bουρτσίζει τα μαλλιά της κάθε βράδυ, τα χτενίζει με βούρτσα.

[μσν. βουρτσίζω < βούρτσ(α) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go