Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- βουρκώνω [vurkóno] Ρ1α μππ. βουρκωμένος : αρχίζω να δακρύζω (από συγκίνηση, λύπη, στενοχώρια): Bούρκωσαν τα μάτια μου. Προσπάθησε να μη δείξει ότι ήταν βουρκωμένη. Mάτια βουρκωμένα. || (μτφ.): Bουρκώνει ο ουρανός, είναι πολύ συννεφιασμένος και έτοιμος να βρέξει.
[μσν. βουρκώνω < βούρκ(ος) -ώνω]



