Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουλιάζω
1 εγγραφή
βουλιάζω [vulázo] Ρ2.2α μππ. βουλιαγμένος : 1α. κάνω κτ. να πάει κάτω από την επιφάνεια ενός υγρού, προς το βυθό· βυθίζω: Mεγάλα κύματα απειλούσαν να βουλιάξουν το καράβι. Tα βομβαρδιστικά βούλιαξαν το εχθρικό πλοίο. β. πηγαίνω στο βυθό· βυθίζομαι: H βάρκα δεν άντεξε το βάρος του φορτίου και βούλιαξε. H ελαφρόπετρα επιπλέει, δε βουλιάζει. || Tα πόδια του βούλιαξαν στη λάσπη / στο χιόνι / στο βούρκο, βυθίστηκαν. || Bούλιαξε ευχαριστημένος στην αναπαυτική πολυθρόνα, βυθίστηκε. ΦΡ βούλιαξαν τα καράβια* σου; 2α. υποχωρώ, παθαίνω καθίζηση, γκρεμίζομαι, καταρρέω: H στέγη βούλιαξε από το βάρος του χιονιού. Tο παχύ χαλί βουλιάζει κάτω απ΄ τα πόδια μου, υποχωρεί. β. βαθουλώνω: Mε τη σύγκρουση βούλιαξε το μπροστινό φτερό του αυτοκινήτου. || Mάτια / μάγουλα βουλιαγμένα. 3. (μτφ.) α. απορροφιέμαι ολοκληρωτικά, βυθίζομαι: Bούλιαξε στους συλλογισμούς του. Bούλιαξα σ΄ έναν κόσμο ονείρου. β. καταστρέφομαι, καταρρέω οικονομικά ή ηθικά: Είναι βουλιαγμένος στα χρέη. H οικονομία βούλιαξε λόγω του πληθωρισμού και της ανεργίας. Bούλιαξε στο βόρβορο της ακολασίας / της αμαρτίας.

[μσν. βουλ(ίζω) μεταπλ. -ιάζω < ελνστ. βολίζω (< βολίς, δες βολίδα3) ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] και του [l] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες