Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βοσκώ
1 εγγραφή
βόσκω [vósko] Ρ αόρ. βόσκησα, απαρέμφ. βοσκήσει & βοσκώ [voskó] & -άω Ρ10.1α : 1. (για φυτοφάγα ζώα) αναζητώ, τρώω την τροφή μου, τρέφομαι: Tα πρόβατα βόσκουν ήσυχα στο λιβάδι. 2. οδηγώ στη βοσκή ζώα, τα επιτηρώ ενώ βόσκουν: ~ πρόβατα / γίδια. Ή θα μάθεις γράμματα ή θα σε στείλω να βόσκεις πρόβατα. 3. (μτφ.) περιπλανιέμαι, περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι εκεί: Πού έβοσκες τόσες μέρες; Πού βόσκει το μυαλό σου;

[αρχ. βόσκω· μσν. βοσκώ < αρχ. βόσκω μεταπλ. κατά τα ρ. σε με βάση το συνοπτ. θ. βοσκησ- κατά το σχ.: πηδησ- (πήδησα) - πηδώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες