Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- βομβαρδισμός ο [vomvarδizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βομβαρδίζω: ~ των εχθρικών θέσεων. Aεροπορικός ~. H πόλη καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς. ~ του πυρήνα με πρωτόνια. Ο τηλεθεατής υποβάλλεται σ΄ έναν ανελέητο οπτικό και ακουστικό βομβαρδισμό.
[λόγ. βομβαρδισ- (βομβαρδίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. bombardement]



