Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βομβαρδισμός
1 item total
βομβαρδισμός ο [vomvarδizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βομβαρδίζω: ~ των εχθρικών θέσεων. Aεροπορικός ~. H πόλη καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς. ~ του πυρήνα με πρωτόνια. Ο τηλεθεατής υποβάλλεται σ΄ έναν ανελέητο οπτικό και ακουστικό βομβαρδισμό.

[λόγ. βομβαρδισ- (βομβαρδίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. bombardement]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go