Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βοηθός ο [voiθós] Ο17 θηλ. βοηθός [voiθós] Ο34 : αυτός που βοηθάει κπ. α. αυτός που κάνει δευτερεύουσα, συμπληρωματική εργασία: ~ σερβιτόρου / μαγείρου. Οικιακή ~. Πήρα ένα βοηθό στη δουλειά. β. αυτός που εργάζεται κάτω από τις διαταγές ή την εποπτεία κάποιου ιεραρχικά ανώτερου: ~ καθηγητή / λογιστή / σκηνοθέτη / γυμνασιάρχη. Σχολή βοηθών ιατρικών επαγγελμάτων. || (ευχή) ο Θεός* ~! || (ως επίθ.): ~ διαχειριστής.
[αρχ. βοηθός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]