Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- βλασταίνω [vlasténo] & βλαστάνω [vlastáno] Ρ7.1α αόρ. βλάστησα, απαρέμφ. βλαστήσει : 1α. (για φυτό) βγάζω, εκφύω βλαστούς: Tην άνοιξη βλασταίνουν τα δέντρα. β. (για σπόρο) φύομαι, φυτρώνω: Δε βλάστησε ακόμα το καινούριο χορτάρι. 2. (μτφ.) παράγω, γεννώ: Στην Ελλάδα βλάστησε η ιδέα της ελευθερίας.
[μσν. βλασταίνω < αρχ. βλαστ(άνω) μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. βλαστησ-· λόγ. < αρχ. βλαστάνω]