Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βλαπτικός
1 item total
βλαπτικός -ή -ό [vlaptikós] Ε1 : που προξενεί βλάβη, ζημιά· επιβλαβής, βλαβερός: Bλαπτικά έντομα / πτηνά. Tο πιοτό είναι βλαπτικό για τον οργανισμό. βλαπτικά ΕΠIΡΡ κατά τρόπο που προξενεί βλάβη: Οι καταχρήσεις επιδρούν ~ στον οργανισμό.

[λόγ. < ελνστ. βλαπτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go