Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βιομάζα
1 item total
βιομάζα η [viomáza] Ο25 : (βιολ.) όρος που αναφέρεται στο βάρος ή στη μάζα: α. των ζωντανών οργανισμών ενός ζωικού ή φυτικού είδους ανά μονάδα επιφανείας εδάφους ή όγκου νερού. β. του συνόλου των οργανισμών που ζουν μαζί σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον και αλληλοεπηρεάζονται.

[λόγ. βιο- + μάζα μτφρδ. αγγλ. biomass (bio- = βιο-)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go