Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- βιολετής -ιά -ί [vjoletís] Ε8 & βιολετί [vjoletí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα της βιολέτας, μπλε μοβ: Bιολετιά μάτια. Mια βιολετί μπλούζα.
[βιολέτ(α) -ής· βιολέτ(α) -ί 4]



